πέλμα

πέλμα
πέλμα
Grammatical information: n.
Meaning: `sole of the foot or shoe' (Hippon., Hp., LXX, hell.).
Compounds: As 2. member in βαθύ-, δί-, μονό-πελμος (AP, Edict. Diocl.).
Derivatives: From it κατα-πελματόομαι `to be soled' (LXX), πελματίζω `to sole' (pap. VIp), `to sleek the soles' (Anon. on EM 659, 43).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [804] *pel- `hide'
Etymology: Formation like δέρμα and other full-grade verbal nouns with μα-suffix, with a westgerm. word for `skin, pellicle' mainly formally identical: OS filmen, OFris. filmene, OS. æger-felma `pellicle of an egg'. Beside it, in suffix quite deviating, other words for `skin etc' like Lat. pellis (s. πελλο-φόρος `pellarius' Gloss.), Germ., e.g. OHG fel, -lles, all prob. with n-suffix as several ablauting Slav. and Balt. words, e.g. Russ. plená, Lith. plėnė̃. Different again e.g. Lith. plėvė̃ `fine thin skin'. From Greek one might also consider ἐρυσί-πελας n. `name of a skin-disease' (s. v.); so πέλμα: πέλας like δέρμα: δέρας? A corresponding primary verb is however inknown. -- Further, partly unselected and uncertain material w. lit. in WP. 2, 58f., Pok. 803f., W.-Hofmann s. pellis; morpholog. speculations in Specht Ursprung 141 a. 182. Cf. πέλτη, also ἐπίπλοον and σπολάς.
Page in Frisk: 2,499-500

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πέλμα — sole of the foot neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλμα — το, ΝΜΑ 1. η κάτω στηρικτική επιφάνεια κάθε ποδιού που εκτείνεται από την πτέρνα ώς τα δάκτυλα, η πατούσα («ηὐδόκουν φελεῑν πέλματα ποδῶν αὐτοῡ πρὸς σωτηρίαν Ἰσραήλ», ΠΔ) 2. το κάτω μέρος τού υποδήματος, η σόλα («τοὺς Λοκροὺς εἰς τὰ πέλματα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • πέλμα — το 1. το κάτω μέρος του ποδιού, πατούνα, πατούσα. 2. η σόλα του παπουτσιού, το κάττυμα. 3. βάση οργάνου, μηχανήματος, κολόνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πελμάτων — πέλμα sole of the foot neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλμασι — πέλμα sole of the foot neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλμασιν — πέλμα sole of the foot neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλματα — πέλμα sole of the foot neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλματι — πέλμα sole of the foot neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλματος — πέλμα sole of the foot neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελαστικό — Φυτική ύλη που προέρχεται από έκκριση ορισμένων δέντρων· με την κατάλληλη επεξεργασία αποκτά ιδιότητες, χάρη στις οποίες γίνεται υλικό με ευρύτατες εφαρμογές. ε. κόμμικαουτσούκ. Ουσία που προέρχεται από την πήξη φυτικού γαλακτώδους χυμού. Υπάρχει …   Dictionary of Greek

  • πελματοβάμονα — Ονομάζονται έτσι τα ζώα που κατά το βάδισμα στηρίζουν στο έδαφος ολόκληρο το πέλμα του ποδιού, περιλαμβανομένου του ταρσού και του καρπού (για παράδειγμα, οι Μουστελίδες και οι Αρκτίδες). Γενικά για ό,τι αφορά στη χρήση του τελευταίου τμήματος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”